μπουντρούμι

μπουντρούμι
cachot

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μπουντρούμι — το 1. υπόγεια σκοτεινή και υγρή φυλακή 2. στενόχωρη και σκοτεινή υπόγεια κατοικία χωρίς αερισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < τουρκ. bodrum < ιππόδρομος] …   Dictionary of Greek

  • μπουντρούμι — το ιού (λ. τουρκ.), υπόγεια φυλακή χωρίς παράθυρο: Πολλοί αντιστασιακοί πέθαναν στα μπουντρούμια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεσμωτήριο — το πρόχειρη φυλακή σε αστυνομικό τμήμα ή στρατιωτική μονάδα, μπουντρούμι: Πέρασε τη νύχτα στο δεσμωτήριο, γιατί συνελήφθη να οδηγεί μεθυσμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”